ἴγνητες

ἴγνητες
ἴγνητες
Grammatical information: pl.
Meaning: `αὑθιγενεῖς, inborn' (A. D., H.), also as name of the old inhabitants of Rhodes (Simmias 11, H.).
Origin: IE [Indo-European] [373] *genh₁- `procreate'
Etymology: Fron *ἔν-γνη-τες, comp. of ἐν and γίγνομαι (cf.γνησιος , from *γνη-το- \< *gnh₁-to-) with a τ-suffix (Schwyzer 451, Solmsen Wortforsch. 215). (Not with Ehrlich Sprachgesch. 14 (and Schwyzer 613) to the deictic pronoun i- `is'.)
Page in Frisk: 1,708

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίγνητες — ἴγνητες, οἱ (Α) (στη Ρόδο) οι αυθιγενείς, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά τους Τελχίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • ίγνης — ἴγνης, ὁ (Α) βλ. ίγνητες …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • Γνήτες — Μυθολογικοί κάτοικοι της Ρόδου. Το όνομά τους πιθανώς σημαίνει αυτόχθονες (ίγνητες).Κατά τη μυθολογία, οι πρώτοι Γ. ήταν 6 αδελφοί, γιοι του Ποσειδώνα και της νύμφης Αλίας ή Καφείρας ή Λευκοθέας. Αδελφός τους από άλλη μητέρα ήταν και ο Ρόδος, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”